- Σώσανδρος
- Σώσανδροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σωσάνδρου — Σώσανδρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωσάνδρων — Σώσανδρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώσανδρε — Σώσανδρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώσανδρον — Σώσανδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek